Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Χτες συναντηθήκαμε στο φιλόξενο σπίτι της Βιβίνας Βαλσαμάκη και συζητήσαμε τα βιβλία που είχαμε διαλέξει για το καλοκαίρι. Πολύ καλές επιλογές, κατά γενική ομολογία! Αλλά δεν μπορώ να μην επισημάνω τη μετάφραση του ενός από τα δύο βιβλία, "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας" του Σελίν: Η Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου έχει κάνει καταπληκτική μετάφραση!!! Σε ένα πολύ δύσκολο κείμενο και από μια γλώσσα που δεν είναι πλέον εύκολη ούτε για τους ίδιους τους Γάλλους! Μετέφερε τη γραφή του Σελίν όπως, πιστεύω, θα ήθελε κι εκείνος! Έγινε η ίδια συγγραφέας του συγγραφέα!!! Κι εμείς οι αναγνώστες τυχεροί γι' αυτό το συνδυασμό!

Ακολουθεί σχόλιο για το βιβλίο του Σελίν που έλαβα από ένα μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης ΕΡΤ3 στη Θεσσαλονίκη, την Μαρία Τριανταφυλλίδου, αρχιτέκτων μουσειολόγος που εργάζεται στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης:
  
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

του Σελίν (Λουί-Φερντινάν-Ωγκύστ Ντετούς)

 «...Άρχισε να δέχεται κάθε θυσία, από όπου κι αν προέρχεται, όλα τα κρέατα, η Πατρίς [...] Σας το λέω, ανθρωπάκια, κορόιδα της ζήσης, ξυλοδαρμένα, πουλημένα, παγίως ιδρωμένα, σας προειδοποιώ, αν οι μεγάλοι τούτου του κόσμου βαλθούν να σας αγαπάνε είναι γιατί ετοιμάζονται να σας μετατρέψουν σε σαλάμια μάχης [...] Όσους δε θέλουν μήτε να πολεμήσουν μήτε να σφάξουν κανέναν, τους βρομοειρηνιστές, να τους μαγκώσουμε με δεκατρείς τρόπους [...] για να μάθουν τι θα πει ζωή, τα σπλάχνα απ’ το κορμί, τα μάτια απ’ τις κόγχες, τα χρόνια απ’ την ξεκουτιάρα κωλοζωή τους!» (87-89) λόγια δύσκολα, ειπωμένα με τα χείλη του Πρενσάρ, «που είχε το βίτσιο των διανοουμένων, ήταν υπερφίαλος» (90) σε μια αφήγηση σε α’ πρόσωπο, προσωπική εντελώς.
Δυσκολεύτηκα, κι όχι μόνο στις πρώτες σελίδες, αρκετά, ζορίστηκα, αγκομάχησα να προχωρήσω... και τώρα που το τέλειωσα, αναρωτιέμαι γιατί... γιατί οι λέξεις του, πολλές, πάμπολλες, φλύαρες οι λέξεις του –τις ζήλεψα τις λέξεις του– περιγράφουν το σκοτάδι, το θάνατο, το έρεβος, το φόβο... Ακόμη και στις απλές περιγραφές, τις “όμορφες” δίνει κάτι από μαυρίλα, από σκοτάδι: «Ο ουρανός παρήλαυνε επί μία ώρα, πιτσιλισμένος μέχρι τρέλας σ’ όλο του το μήκος από πορφύρα, κι έπειτα το πράσινο έσκαγε σαν πυροτέχνημα ανάμεσα στα δέντρα κι ανέβαινε όλο τρεμάμενες γραμμές απ’ το έδαφος ίσαμε τα πρώτα αστέρια. [...] και μετά ξανά το κόκκινο, ένα κόκκινο κουρασμένο όμως, κι όχι για πολύ. Έτσι τέλειωνε. Όλα τα χρώματα πέφταν πάλι κουρελιασμένα, ξεχειλωμένα πάνω στη ζούγκλα σαν ξεφτισμένα κοστούμια μετά την εκατοστή παράσταση.» (205)
Όλα του τα ταξίδια, στον πόλεμο, στην Αφρική, στο Νέο Κόσμο και πίσω πάλι στη Γαλλία, τη νύχτα έχουν μέσα τους, αυτήν ψάχνουν, μια απέραντη νύχτα «Ήμουν προπαντός ένοχος επειδή κατά βάθος λαχταρούσα να συνεχιστεί όλο αυτό. Και μάλιστα επειδή δεν είχα καμιά αντίρρηση να πάμε όλοι μαζί τσάρκα, όλο και πιο μακριά μες στη νύχτα» (389) «Να τι είναι η ζωή, ένα κομμάτι φως που καταλήγει στη νύχτα» (399) Ακόμα και το φως, το παραδέχεται, γίνεται σκοτάδι.
Ξέρει να δουλεύει τις λέξεις καλά, πολύ καλά, όμως όλες έχουν μέσα τους θάνατο, μαυρίλα... και το άσχημο είναι ότι δείχνει να μην υπάρχει γι’ αυτόν τίποτε άλλο παραπέρα. «...οι άνθρωποι... στριμωγμένοι σαν σκουλήκια... ξύνουν την κοιλιά τους..., εκκρίνουν λίγα κέρματα, και να τους που σπεύδουν να χωθούν, ...στις τρύπες του φωτός...» (411-412)
«Χασκογελούσαμε απ’ τη χαρά μας κι απ’ τις μπύρες και δώσ’ του μπίρες που πίναμε ... πανευτυχείς που ξανανταμώσαμε [...] μόνο αυτό έχουμε στο νου μας! Στην κούνια, στον καφενέ, στο θρόνο, στον καμπινέ. Παντού! Παντού! Την ψωλή! Ναπολέων Ξεναπολέων!...» (413-414) Κι αρχίζει ο Σελίν τις αθυροστομίες του... και φιλοσοφεί... «Τι τρελοκομείο η στερημένη ζωή!... Σου κατεβαίνουν λοιπόν σιχαμερές σκέψεις, όσο σ’ αποβλακώνει η ανάγκη, όσο μέσα στο κάθε σου δευτερόλεπτο στριμώχνεται ένας πόθος για χίλια άλλα πράγματα, ένας πόθος γι’ αλλού.» (415)
Και κάποιοι στοχασμοί ανάμεσα: «Ο πόνος εκτίθεται, ενώ η λαγνεία και η ανάγκη αισχύνονται» (422) «Είχαμε φτάσει στην άκρη του κόσμου, ήταν όλο και πιο ξεκάθαρο. Δεν μπορούσαμε να πάμε πιο μακριά, γιατί πέρα από κει ήταν μονάχα οι πεθαμένοι» (429). Κι εδώ, νομίζω, τελειώνει αυτό που θέλει να πει, το ηθικό δίδαγμα δηλαδή.
Αλλά και κάποια λόγια “τρυφερά” για τον άνθρωπο, για τους ανθρώπους… «Ύστερα από χρόνια, όταν τα ξανασκέφτεσαι, σου ‘ρχεται να ξαναβρείς τις λέξεις που είπαν κάποιοι άνθρωποι, όπως και τους ίδιους ανθρώπους, για να τους ρωτήσεις τι θέλαν να σου πουν... Μα αυτοί έχουν φύγει!... Δεν είχες αρκετή μόρφωση για να τους καταλάβεις... Πρέπει λοιπόν να συνεχίσεις το δρόμο σου ολομόναχος μες στη νύχτα» (442)
«Κι είναι πολύ σύντομη η ζωή. Δεν θες ν’ αδικήσεις κανέναν. Έχεις ενδοιασμούς, διστάζεις να τα κρίνεις όλα μονομιάς και προπαντός φοβάσαι μην τυχόν αναγκαστείς να πεθάνεις ενόσω διστάζεις, γιατί τότε θα ‘χεις έρθει τζάμπα στη γη, ό,τι χειρότερο.» (446) Όμως, παρλάρει ανενδοίαστα «...ώσπου να ‘ρθουν κάποιοι που θα το πιάσουν το παραμύθι, όλο το παραμύθι... Όπως κουρεύουμε τη χλόη στα παρτέρια ώς τη στιγμή που φυτρώνει το καλό γρασίδι, το τρυφερό.» (447)
 Στο τέλος αναρωτήθηκα: Πάω με το μέρος του; Βρίσκομαι απέναντι; Μάλλον το τελευταίο νιώθω αμετανόητα γιατί
Κέρδισα
να νιώθω κάπου ξέμπαρκο
ένα φως,
να ψάχνω τη χαραμάδα του
ν’ ανοίξω,
να βλέπω τα όνειρά μου
χρωματιστά,
να θέλω
να τα ζήσω…

όμως, τον ζήλεψα! εξαιρετικός και πιστός στο θέμα του!

Η μετάφραση εξαιρετική! Δύσκολη, δίνει, νομίζω, το νόημα, το κλίμα, την αίσθηση του βιβλίου. Με ξένισαν τα ρήματα στο γ’ πληθυντικό έτσι όπως ειπώθηκαν, πχ: παραμονεύαν, παίρναν, μοιράσαν, τρέμαν, βγαίναν, διαβάζαν, κλείναν, καθαρίζαν κλπ, όμως, νομίζω, ότι και αυτά ακόμα δίνουν το χαρακτήρα που ήθελε ο Σελίν στο κείμενό του, “περιθωριακό”
 Αν τον σκηνοθετούσα... θα ‘θελα να του κάνω “χαλάστρα”! Θα ‘θελα να τον παρουσιάσω μέσα στο φως, “να παίζει νεκρά”, κινηματογραφικά, νησίδα σκοταδιού μέσα σ’ ένα ολόλαμπρο φως, ένα φως χρωματιστό, όχι σκληρό, όχι “ιατρικό”, όχι ανακριτικό, εξεταστικό, ψυχρό, ανελέητο φως, αλλά ένα φως “ανθρώπινο”, ζεστό, χρωματιστό, ζωντανό..., με ηθοποιούς να ζουν, να περιγράφουν παράλληλες ζωές, αυτές τις ίδιες, αλλιώς, κι αυτόν, σε α’ πρόσωπο, να περιγράφει τα “δικά του” μέσα στους τοίχους του, στους τοίχους της δικής του ”μαύρης ζωής”, και να αφήνεται ο θεατής να βάζει τη δική του «τελεία και παύλα» (585)  


Επόμενη συνάντηση έχουμε στις 6 Νοεμβρίου, ημέρα Τρίτη, ώρα 5:00μ.μ. Μέχρι τότε ελπίζουμε η βιβλιοθήκη του Διονύσου να είναι έτοιμη να μας φιλοξενήσει. Βιβλίο προς συζήτηση ορίσαμε το "Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια" της Χάρπερ Λι, κλασικό μυθιστόρημα της αμερικάνικης λογοτεχνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: